εωθινό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εωθινό | τα | εωθινά |
γενική | του | εωθινού | των | εωθινών |
αιτιατική | το | εωθινό | τα | εωθινά |
κλητική | εωθινό | εωθινά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εωθινό < εωθινός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εωθινό ουδέτερο και εωθινόν.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εωθινό