εύθραυστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύθραυστος < αρχαία ελληνική εὔθραυστος < εὖ + θραύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈef.θɾaf.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εύθραυστος -η -ο
- που σπάει εύκολα
- (μεταφορικά) ο ευαίσθητος, που απαιτεί πολύ προσεκτική αντιμετώπιση