ζάπινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάπινγκ ουδέτερο άκλιτο
- η συχνή αλλαγή καναλιών στην τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ, είτε για να βρεθεί κάποιο ενδιαφέρον πρόγραμμα είτε απλώς από συνήθεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζάπινγκ
|