ζάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάρωμα | τα | ζαρώματα |
γενική | του | ζαρώματος | των | ζαρωμάτων |
αιτιατική | το | ζάρωμα | τα | ζαρώματα |
κλητική | ζάρωμα | ζαρώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάρωμα < ζαρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάρωμα ουδέτερο
- η ζαρωματιά, το αποτέλεσμα του ζαρώνω, το μάζεμα, το συρρίκνωμα
- το τσαλάκωμα, η πτύχωση
- (μεταφορικά) το μάζεμα ενός ανθρώπου από φόβο ή από ενοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζάρωμα
|