ζίζιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζίζιρος < ονοματοποίηση από τον ήχο που κάνει ο τζίτζικας "ζι-ζι-ζι"
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζίζιρος αρσενικό (κυπριακά)
- ο τζίτζικας
- παραδοσιακό παιγνίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζίζιρος
|