ζίζιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζίζιρος < ονοματοποίηση από τον ήχο που κάνει ο τζίτζικας "ζι-ζι-ζι"

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζίζιρος αρσενικό (κυπριακά)

  1. ο τζίτζικας
  2. παραδοσιακό παιγνίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]