ζεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζεμένος | η | ζεμένη | το | ζεμένο |
γενική | του | ζεμένου | της | ζεμένης | του | ζεμένου |
αιτιατική | τον | ζεμένο | τη | ζεμένη | το | ζεμένο |
κλητική | ζεμένε | ζεμένη | ζεμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζεμένοι | οι | ζεμένες | τα | ζεμένα |
γενική | των | ζεμένων | των | ζεμένων | των | ζεμένων |
αιτιατική | τους | ζεμένους | τις | ζεμένες | τα | ζεμένα |
κλητική | ζεμένοι | ζεμένες | ζεμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζεμένος, -η, -ο
- (για ζώο) που έχει μπει στο ζυγό