ζεύξιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεύξιμος η ζεύξιμη το ζεύξιμο
      γενική του ζεύξιμου της ζεύξιμης του ζεύξιμου
    αιτιατική τον ζεύξιμο τη ζεύξιμη το ζεύξιμο
     κλητική ζεύξιμε ζεύξιμη ζεύξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεύξιμοι οι ζεύξιμες τα ζεύξιμα
      γενική των ζεύξιμων των ζεύξιμων των ζεύξιμων
    αιτιατική τους ζεύξιμους τις ζεύξιμες τα ζεύξιμα
     κλητική ζεύξιμοι ζεύξιμες ζεύξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεύξιμος < ζεύω + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζεύξιμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]