ζεῦγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζεύγος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεῦγος < λείπει η ετυμολογία ζεύγνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζεῦγος ουδέτερο

  1. ζευγάρι ζώων που οργώνουν ή σέρνουν μια άμαξα
  2. η άμαξα που σύρεται από δύο ζώα
  3. ζεύγος, ζευγάρι, συνδυασμός δύο στοιχείων
  4. το συζυγικό ή ερωτικό ζεύγος, το ζευγάρι
  5. (συνεκδοχικά) συνδυασμός και περισσότερων από δύο στοιχείων

Συγγενικά[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]