ζηλόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζηλῶ, ζηλώ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζηλόω < ζῆλος

Ρήμα[επεξεργασία]

ζηλόω / ζηλῶ

  1. ζηλεύω
  2. θαυμάζω
  3. μακαρίζω
  4. ανταγωνίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ζῆλος

Πηγές[επεξεργασία]