ζην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζην < αρχαία ελληνική ζῆν, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος ζῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζην ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τα προς το ζην: όλα αυτά που είναι απαραίτητα για να ζήσει κάποιος (τροφή, στέγη κλπ)
  • το ευ ζην: η ζωή που χαρακτηρίζεται από ποιότητα και πληρότητα
    στους γονείς μου οφείλω το ζην και στο δάσκαλό μου το ευ ζην

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]