ζητιανεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζητιανεύω < ζητιάν(ος) + -εύω < ζητώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zi.tçaˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐τια‐νεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζητιανεύω, αόρ.: ζητιάνεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. είμαι ζητιάνος· γυρίζω στους δρόμους ή στέκομαι σε μια γωνιά και ζητώ από τους περαστικούς να με λυπηθούν και να μου δώσουν χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια
  2. ζητώ κάτι από τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό για μένα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]