ζογκλέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζογκλέρ < γαλλική jongleur

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zoŋˈɡleɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζογκλέρ αρσενικό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) γενική ονομασία για οποιοδήποτε καλλιτέχνη πραγματοποιεί εντυπωσιακές ταχυδακτυλουργικές ή ακροβατικές ασκήσεις, συνήθως στο τσίρκο
  2. (μεταφορικά) ο αθλητής που διακρίνεται για την επιδεξιότητα και το θέαμα που προσφέρει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]