ζουμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζουμί τα ζουμιά
      γενική του ζουμιού των ζουμιών
    αιτιατική το ζουμί τα ζουμιά
     κλητική ζουμί ζουμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουμί < ζωμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζουμί ουδέτερο

  1. ο ζωμός, το υγρό που περιέχει εκτός από νερό τις θρεπτικές ουσίες του κρέατος ή του ψαριού που έβρασε μέσα σ' αυτό
  2. (μεταφορικά) στον πληθυντικό, τα δάκρυα
    την πιάσανε τα ζουμιά: έβαλε τα κλάματα
  3. (μεταφορικά) η ουσία, κάτι που χαρακτηρίζεται από πυκνότητα ιδεών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]