ζυγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζυγός,[1] άλλη μορφή του ζυγόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός -ουσιαστικό-)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ziˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζυγός | οι | ζυγοί |
γενική | του | ζυγού | των | ζυγών |
αιτιατική | τον | ζυγό | τους | ζυγούς |
κλητική | ζυγέ | ζυγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ζυγός αρσενικό
- όργανο μέτρησης της μάζας
- ↪ ζυγός ακριβείας
- ξύλινο εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων
- ↪ πέρνα το ζυγό στο βόδι
- η δουλεία, η σκλαβιά
- ↪ ο ζυγός των κατακτητών
- σειρά στρατιωτών, μαθητών κ.λπ. σε ειδική παράταξη και παράγγελμα
- ↪ εφ' ενός ζυγού ή επί δύο ζυγών κ.ο.κ.
- ↪ τους ζυγούς λύσατε! (αραιώσατε! ή πυκνώσατε!)
- (γεωγραφία) διάσελο, αυχένας (βουνού)
- για το ζώδιο → δείτε Ζυγός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυγός
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζυγός | η | ζυγή | το | ζυγό |
γενική | του | ζυγού | της | ζυγής | του | ζυγού |
αιτιατική | τον | ζυγό | τη | ζυγή | το | ζυγό |
κλητική | ζυγέ | ζυγή | ζυγό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζυγοί | οι | ζυγές | τα | ζυγά |
γενική | των | ζυγών | των | ζυγών | των | ζυγών |
αιτιατική | τους | ζυγούς | τις | ζυγές | τα | ζυγά |
κλητική | ζυγοί | ζυγές | ζυγά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ζυγός -ή - ό
- (αριθμητική) που διαιρείται ακριβώς με το 2, ο άρτιος (αριθμός), κάτι που είναι διπλό ή ζευγαρωτό
- ο κάτοχος Ι.Χ. με ζυγό αριθμό
- ↪ Δεν κυκλοφορώ σήμερα, είμαι ζυγός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ζυγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυγός αρσενικό
- άλλη μορφή του ζυγόν
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Αριθμητική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)