ζυμοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμοειδής η ζυμοειδής το ζυμοειδές
      γενική του ζυμοειδούς* της ζυμοειδούς του ζυμοειδούς
    αιτιατική τον ζυμοειδή τη ζυμοειδή το ζυμοειδές
     κλητική ζυμοειδή(ς) ζυμοειδής ζυμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμοειδείς οι ζυμοειδείς τα ζυμοειδή
      γενική των ζυμοειδών των ζυμοειδών των ζυμοειδών
    αιτιατική τους ζυμοειδείς τις ζυμοειδείς τα ζυμοειδή
     κλητική ζυμοειδείς ζυμοειδείς ζυμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζυμοειδής < ελληνιστική κοινή ζυμοειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

ζυμοειδής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]