ζωάγρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωάγρια ουδέτερο (στον πληθ.)
- εξαγορά ζωής, λύτρα που δίνονταν για τη ζωή ανθρώπου ή αμοιβή για τη διατροφή αιχαμλώτου ίσως, αμοιβή για διάσωση ζωής
- ...οἳ δὲ ἐκφήναντες αὐτὸν δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου (μήπως πάρουν αμοιβή που διέσωσαν τον Κροίσο όταν θα τον αποκάλυπταν <ζωντανό>)
- χαῖρε, ξεῖν᾽, ἵνα καί ποτ᾽ ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ, μνήσῃ ἐμεῦ, ὅτι μοι πρώτῃ ζωάγρι᾽ ὀφέλλεις. (αντίο ξένε και όταν στη γη της πατριδας σου φτάσεις, να με θυμηθείς ότι πρώτα σε εμένα οφείλεις τη ζωή σου -Ναυσικά στον Οδυσσέα)
- τάμα, θυσία ευχαριστήρια για τη διάσωση κάποιου (προς τον Ασκληπιό και Θεούς για κάποιον που έγινε καλά, που βρήκε την υγειά του ή σώθηκε από άλλο κίνδυνο)