ζωθάλμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωθάλμιος,ος,ον αρσενικό
- που προσταεύει, επαυξάνει τη ζωή, δίνει ζωντάνια
ζωθάλμιος,ος,ον αρσενικό