ζωοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωοποιώ < ελληνιστική κοινή ζωοποιέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zo.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ο‐ποι‐ώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ζωοποιώ

  1. δίνω ζωή σε κάτι
  2. (μεταφορικά) ενδυναμώνω, εμψυχώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]