ζωοτοκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωοτοκέω < ζωοτόκος
Ρήμα[επεξεργασία]
ζωοτοκέω
- γεννώ ζωντανό παιδί
- γεννώ μικρό ζώου (σε αντίθεση με τα πλάσματα που γεννούν αβγά (ελληνιστική έννοια)