ζόρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζόρικος η ζόρικη
ζόρικια
το ζόρικο
      γενική του ζόρικου της ζόρικης
ζόρικιας
του ζόρικου
    αιτιατική τον ζόρικο τη ζόρικη
ζόρικια
το ζόρικο
     κλητική ζόρικε ζόρικη
ζόρικια
ζόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζόρικοι οι ζόρικες τα ζόρικα
      γενική των ζόρικων των ζόρικων των ζόρικων
    αιτιατική τους ζόρικους τις ζόρικες τα ζόρικα
     κλητική ζόρικοι ζόρικες ζόρικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζόρικος < ζόρ(ι) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζόρικος, -η/ια, -ο

  1. δύσκολος, που χρειάζεται προσπάθεια ή δύναμη για να αντιμετωπιστεί
    ζόρικα προβλήματα, ζόρικοι καιροί
  2. (για άνθρωπο) που ζορίζει τους άλλους, νταής, απειλητικός, εκφοβιστικός
  3. (για ανθρώπινη ενέργεια) που ταιριάζει σε κάποιον νταή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ζόρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]