ζώπυρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζώπυρον < ζωός (ζωντανός) και πῦρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζώπυρον ουδέτερο