ζῳοτροφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζῳοτροφικός < ζῳοτροφία

Επίθετο[επεξεργασία]

ζῳοτροφικός, ή, όν

  • ο σχετικός ή κατάλληλος για τη διατροφή του ζώου