ηγουμενεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ηγεμονεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηγουμενεύω < ηγούμεν(ος) + -εύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ɣu.meˈne.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ηγουμενεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]