ηθελημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἠθελημένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθελημένος η ηθελημένη το ηθελημένο
      γενική του ηθελημένου της ηθελημένης του ηθελημένου
    αιτιατική τον ηθελημένο την ηθελημένη το ηθελημένο
     κλητική ηθελημένε ηθελημένη ηθελημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθελημένοι οι ηθελημένες τα ηθελημένα
      γενική των ηθελημένων των ηθελημένων των ηθελημένων
    αιτιατική τους ηθελημένους τις ηθελημένες τα ηθελημένα
     κλητική ηθελημένοι ηθελημένες ηθελημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηθελημένος < ἠθελημένος (καθαρεύουσα), μετοχή παθητικού παρακειμένου θέλω

Μετοχή[επεξεργασία]

ηθελημένος -η -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]