ηλεκτρολύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρολύτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρολύτης αρσενικό
- ουσία που διαλύεται στο νερό παράγοντας ιόντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρολύτης