ημίψηλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άντρας με ημίψηλο


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίψηλο τα ημίψηλα
      γενική του ημίψηλου των ημίψηλων
    αιτιατική το ημίψηλο τα ημίψηλα
     κλητική ημίψηλο ημίψηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημίψηλο < ημι- + υψηλός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημίψηλο ουδέτερο

  • παλαιότερος τύπος επίσημου καπέλου με ψηλό κυλινδρικό σώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]