ημεδαποί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.me.ðaˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐δα‐ποί
- ομόηχο: ημεδαπή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ημεδαποί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ημεδαπός