ημερολογιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημερολογιακά < ημερολογιακός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ημερολογιακά

  1. όσον αφορά στο ημερολόγιο
    πρόπερσι το Πάσχα είχε συμπέσει ημερολογιακά με το Πάσχα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ημερολογιακά