ημιφορτηγό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιφορτηγό τα ημιφορτηγά
      γενική του ημιφορτηγού των ημιφορτηγών
    αιτιατική το ημιφορτηγό τα ημιφορτηγά
     κλητική ημιφορτηγό ημιφορτηγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ημιφορτηγό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιφορτηγό < ημι- + φορτηγό, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική half-track[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιφορτηγό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]