ησυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ησυχία | οι | ησυχίες |
γενική | της | ησυχίας | — | |
αιτιατική | την | ησυχία | τις | ησυχίες |
κλητική | ησυχία | ησυχίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ησυχία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡσυχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ησυχία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ησυχάζω
- ησυχασμός
- ησυχαστήριο
- ησυχαστής
- ησυχαστικός
- ησυχασμένος
- → και δείτε τη λέξη ήσυχος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ησυχία
Πηγές[επεξεργασία]
- ησυχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)