θάμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θάμβος | τα | θάμβη |
γενική | του | θάμβους | των | θαμβών |
αιτιατική | το | θάμβος | τα | θάμβη |
κλητική | θάμβος | θάμβη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάμβος < λόγιος τύπος του κληρονομημένου θάμπος: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάμβος (αρχαία προφορά με [mb])[1] < προελληνική[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθaɱ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θάμ‐βος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάμβος ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα θαμβ-
θέμα θαμπ- → δείτε τη λέξη θαμπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάμβος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θάμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)