θάπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάπτω < αρχαία ελληνική θάπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
θάπτω
- λόγια μορφή του θάβω, τοποθετώ έναν νεκρό ή κάτι άλλο κάτω από το χώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάπτω
→ δείτε τη λέξη θάβω |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ-
Ρήμα[επεξεργασία]
θάπτω
- αποδίδω τις τελευταίες τιμές
- εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
- τιμώ με επικήδειες τελετές
- ενταφιάζω
- θάβω
- κηδεύω