θαλαμοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμοφύλακας αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο στρατιώτης που ορίζεται να φρουρεί έναν ή περισσότερους θαλάμους στρατιωτικού σχηματισμού (συνήθως επιπέδου διμοιρίας ή λόχου)
- Ο επιλοχίας ανακοίνωσε στον πίνακα με τις υπηρεσίες τους σημερινούς σκοπούς και θαλαμοφύλακες.
- Στα βασικά καθήκοντα του θαλαμοφύλακα περιλαμβάνονται η φύλαξη του οπλοβαστού και η τήρηση του βιβλίου εισόδου - εξόδου όπλων.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (αργκό) θαλαμόσκυλο, θαλαμοντόγκ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλαμοφύλακας
|