θαυμαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
      γενική του θαυμαστικού των θαυμαστικών
    αιτιατική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
     κλητική θαυμαστικό θαυμαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαυμαστικό < θαυμαστικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαυμαστικό ουδέτερο

! σημείο στίξεως που τίθεται στο τέλος επιφωνηματικών προτάσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

θαυμαστικό