θαυμαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαυμαστικό < θαυμαστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαυμαστικό ουδέτερο
- σημείο στίξεως που τίθεται στο τέλος επιφωνηματικών προτάσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαυμαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θαυμαστικό
- αιτιατική ενικού του θαυμαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θαυμαστικός