θαυματουργέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θαυματουργέω < θαυματουργός < θαῦμα και ἔργω
Ρήμα[επεξεργασία]
θαυματουργέω-θαυματουργῶ ( & θαυμασιουργέω, αλλά εκείνο < θαυμάσιος)
- κάνω τεχνάσματα, μαγικά, ταχυδακτυλουργικά