θαυματουργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαυματουργώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
θαυματουργώ
- κάνω θαύματα
- δημιουργώ κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που ξεπερνά κάθε προσδοκία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαυματουργώ
|