θειλόπεδον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θειλόπεδον τὰ θειλόπεδ
      γενική τοῦ θειλοπέδου τῶν θειλοπέδων
      δοτική τῷ θειλοπέδ τοῖς θειλοπέδοις
    αιτιατική τὸ θειλόπεδον τὰ θειλόπεδ
     κλητική ! θειλόπεδον θειλόπεδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θειλοπέδω
γεν-δοτ τοῖν  θειλοπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειλόπεδον < πιθανόν v.l. του θ' εἱλόπεδον, τὸ εἱλόπεδον. Μορφολογικά αναλύεται σε εἵλ(η), η ζεστασιά του ήλιου, + -ό- + -πεδον (πέδον)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θειλόπεδον, -ου ουδέτερο

  • ευήλιο μέρος, λιάστρα για τα σταφύλια
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 123 (122-126)
    ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλῳὴ ἐῤῥίζωται,
    τῆς ἕτερον μέν θ' εἱλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ
    τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ' ἄρα τε τρυγόωσιν,
    ἄλλας δὲ τραπέουσι· πάροιθε δέ τ᾽ ὄμφακές εἰσιν
    ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾽ ὑποπερκάζουσιν.
    Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι: / σ᾽ ένα του ίσιωμα το αλώνι, όπου στεγνώνει ο ήλιος τα σταφύλια· / όσα στην ώρα τους είναι για τρύγο, τα τρυγούν· άλλα στο πατητήρι / τα πατούν πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, αλλού μόλις / που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Απόσπασμα από την περιγραφή της Κέρκυρας, με επανάληψη του ἔνθα: εκεί, στο νησί των Φαιάκων. Τελειώνει στο στίχο 132 τοῖ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα. (Τέτοιος παράδεισος τα δώρα των θεών στον βασιλιά Αλκίνοο)

Πηγές[επεξεργασία]