θεματογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεματογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεματογραφία θηλυκό
- το σύνολο των θεμάτων με τα οποία ασχολείται ένας συγγραφέας, ζωγράφος κλπ
- βιβλίο που περιέχει επιλεγμένα αποσπάσματα κειμένων (θέματα) για εξάσκηση σε κάποια γλώσσα (συνήθως αρχαία ελληνική ή λατινική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεματογραφία
|