θεούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεούσα | οι | θεούσες |
γενική | της | θεούσας | των | θεουσών |
αιτιατική | τη | θεούσα | τις | θεούσες |
κλητική | θεούσα | θεούσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεούσα θηλυκό (μειωτικό, ειρωνικό) (αρσενικό θεούσος)
- η θρησκόληπτη γυναίκα, αυτή που ασχολείται υπερβολικά με τη θρησκεία και της οποίας στερεοτυπικά η συμπεριφορά και εμφάνιση είναι πολύ συντηρητική
- ↪ Η θεολόγος μας είναι πολύ θεούσα. Όλη την ώρα σταυροκοπιέται.
- (μεταφορικά) άτομο το οποίο είναι (ή παριστάνει ότι είναι) σε υπερβολικό βαθμό θρήσκο ή ηθικό
- ↪ Τσακώθηκα πάλι με τη θεούσα της τάξης για τον Χάρι Πότερ.
- (επιθετικοποιημένο)
- ↪ Έπρεπε να πάω στη θεούσα γειτόνισσα γιατί ξέχασα τα κλειδιά μου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρησκόληπτη γυναίκα
μεταφορική έννοια
|
Πηγές[επεξεργασία]
- θεούσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θεούσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θεούσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας