θεούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεούσα οι θεούσες
      γενική της θεούσας των θεουσών
    αιτιατική τη θεούσα τις θεούσες
     κλητική θεούσα θεούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεούσα < θε(ός) + -ούσα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεούσα θηλυκό (μειωτικό, ειρωνικό) (αρσενικό θεούσος)

  1. η θρησκόληπτη γυναίκα, αυτή που ασχολείται υπερβολικά με τη θρησκεία και της οποίας στερεοτυπικά η συμπεριφορά και εμφάνιση είναι πολύ συντηρητική
    Η θεολόγος μας είναι πολύ θεούσα. Όλη την ώρα σταυροκοπιέται.
  2. (μεταφορικά) άτομο το οποίο είναι (ή παριστάνει ότι είναι) σε υπερβολικό βαθμό θρήσκο ή ηθικό
    Τσακώθηκα πάλι με τη θεούσα της τάξης για τον Χάρι Πότερ.
  3. (επιθετικοποιημένο)
    Έπρεπε να πάω στη θεούσα γειτόνισσα γιατί ξέχασα τα κλειδιά μου.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]