θερμοπυρηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοπυρηνικός < θερμός + πυρηνικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermonuclear)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοπυρηνικός
- σχετικός με την ενέργεια που εκλύεται κατά την πυρηνική σύντηξη (σε αντιδιαστολή με τη λέξη πυρηνικός που αναφέρεται σε ενέργεια που παράγεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου)
- η βόμβα υδρογόνου είναι θερμοπυρηνικό όπλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοπυρηνικός