θερμόαιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμόαιμος η θερμόαιμη το θερμόαιμο
      γενική του θερμόαιμου της θερμόαιμης του θερμόαιμου
    αιτιατική τον θερμόαιμο τη θερμόαιμη το θερμόαιμο
     κλητική θερμόαιμε θερμόαιμη θερμόαιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμόαιμοι οι θερμόαιμες τα θερμόαιμα
      γενική των θερμόαιμων των θερμόαιμων των θερμόαιμων
    αιτιατική τους θερμόαιμους τις θερμόαιμες τα θερμόαιμα
     κλητική θερμόαιμοι θερμόαιμες θερμόαιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμόαιμος < θερμός + αίμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot-blooded / γερμανική warmblütig

Επίθετο[επεξεργασία]

θερμόαιμος, -η, -ο

  1. (για ζώο) που έχει σταθερή θερμοκρασία αίματος, ανεξάρτητη από τις θερμοκρασιακές αλλαγές στο περιβάλλον
     συνώνυμα: ομοιόθερμος
     αντώνυμα: ψυχρόαιμος, ποικιλόθερμος
  2. (για χαρακτήρα) που θυμώνει εύκολα και εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματά του
     συνώνυμα: ευέξαπτος, θερμοκέφαλος
     αντώνυμα: ψύχραιμος
    • που εύκολα εξάπτεται ερωτικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]