θερμόαιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμόαιμος < θερμός + αίμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot-blooded / γερμανική warmblütig
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμόαιμος, -η, -ο
- (για ζώο) που έχει σταθερή θερμοκρασία αίματος, ανεξάρτητη από τις θερμοκρασιακές αλλαγές στο περιβάλλον
- (για χαρακτήρα) που θυμώνει εύκολα και εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματά του
- που εύκολα εξάπτεται ερωτικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για ζώα
για χαρακτήρες
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)