θεσπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεσπίζω < αρχαία ελληνική θεσπίζω, "προφητεύω, λέω θεϊκά λόγια" (< θέσπις < θεός + ἔσπον, βλέπε και θεσπέσιος) και (σημασιολογικό δάνειο) τα λατινικά

Ρήμα[επεξεργασία]

θεσπίζω, πρτ.: θέσπιζα, στ.μέλλ.: θα θεσπίσω, αόρ.: θέσπισα, παθ.φωνή: θεσπίζομαι, μτχ.π.π.: θεσπισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]