θεωρητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.o.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ω‐ρη‐τι‐κός

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεωρητικός η θεωρητική το θεωρητικό
      γενική του θεωρητικού της θεωρητικής του θεωρητικού
    αιτιατική τον θεωρητικό τη θεωρητική το θεωρητικό
     κλητική θεωρητικέ θεωρητική θεωρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεωρητικοί οι θεωρητικές τα θεωρητικά
      γενική των θεωρητικών των θεωρητικών των θεωρητικών
    αιτιατική τους θεωρητικούς τις θεωρητικές τα θεωρητικά
     κλητική θεωρητικοί θεωρητικές θεωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
θεωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρητικός < θεωρέω / θεωρῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική théorétique & από την αγγλική theoretical)

Επίθετο[επεξεργασία]

θεωρητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη θεωρία ή αναφέρεται σ’ αυτή, που δεν στηρίζεται στην πρακτική και την εμπειρία ή δεν τις προκρίνει, αλλά στη σκέψη και περιδιάβαση του νου
     αντώνυμα: πρακτικός
  2. που αφορά την αφηρημένη προσέγγιση μιας επιστήμηςτέχνης) με τη σκέψη και τη θεωρία κι όχι με την πράξη
     αντώνυμα: πρακτικός
  3. που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα αλλά σε υποθέσεις
     αντώνυμα: πραγματικός

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

θεωρητικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεωρητικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική θεωρητικός < θεωρέω / θεωρῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

θεωρητικός,[1] -ή/-ιά, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θεωρητικός οι θεωρητικοί
      γενική του/της θεωρητικού των θεωρητικών
    αιτιατική τον/τη θεωρητικό τους/τις θεωρητικούς
     κλητική θεωρητικέ θεωρητικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρητικός < θεωρέω / θεωρῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική théoricien & από την αγγλική theoretician)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεωρητικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που ασχολείται με τη θεωρία μιας επιστήμης ή τέχνης, που τη μελετά (τη φιλοσοφία της, τις αρχές της κ.λπ.)
  2. που πρωτοδημιούργησε μια θεωρία, άποψη ή πρακτική ή / και την μελετά και στηρίζει
    θεωρητικός του μαρξισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]