θηλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλάζω < αρχαία ελληνική θηλάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

θηλάζω

  1. (μεταβατικό) βάζω ένα βρέφος στο στήθος και του δίνω να πιει το μητρικό γάλα
    οι μαίες ενθαρρύνουν τις μητέρες να θηλάζουν τα μωρά τους
  2. (αμετάβατο) πίνω γάλα από μαστό
    η εικόνα του μωρού που θήλαζε τον συγκίνησε βαθιά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλάζω < θηλή

Ρήμα[επεξεργασία]

θηλάζω

  1. (μεταβατικό) ταΐζω κάποιον γάλα από το μαστό μου