θηλαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλαστικό ουδέτερο
- ζώο που ανήκει στην ομοταξία των Θηλαστικών (Mammalia)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
θηλαστικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θηλαστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του θηλαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θηλαστικός