θηριοδαμαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηριοδαμαστής, ήδη το 1821 [1] < θηρί(ο) + -ο- + δαμαστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dompteur (des bêtes sauvages / féroces) [2][3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.ða.maˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐δα‐μα‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηριοδαμαστής αρσενικό (θηλυκό θηριοδαμάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που δαμάζει άγρια ζώα και τα προετοιμάζει για να κάνουν νούμερα σε τσίρκα
- άλλες μορφές: θεριοδαμαστής (σπανιότερο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θηριοδαμάστρια
- θηριοδαμαστικός
- → δείτε τις λέξεις θηρίο και δαμάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 474, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ θηριοδαμαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ θηριοδαμαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)