θολωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θολωμένος η θολωμένη το θολωμένο
      γενική του θολωμένου της θολωμένης του θολωμένου
    αιτιατική τον θολωμένο τη θολωμένη το θολωμένο
     κλητική θολωμένε θολωμένη θολωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θολωμένοι οι θολωμένες τα θολωμένα
      γενική των θολωμένων των θολωμένων των θολωμένων
    αιτιατική τους θολωμένους τις θολωμένες τα θολωμένα
     κλητική θολωμένοι θολωμένες θολωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θολωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θολώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

θολωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θολώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]