θρήσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θρῆσκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρήσκος η θρήσκα το θρήσκο
      γενική του θρήσκου της θρήσκας του θρήσκου
    αιτιατική τον θρήσκο τη θρήσκα το θρήσκο
     κλητική θρήσκε θρήσκα θρήσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρήσκοι οι θρήσκες τα θρήσκα
      γενική των θρήσκων των θρήσκων των θρήσκων
    αιτιατική τους θρήσκους τις θρήσκες τα θρήσκα
     κλητική θρήσκοι θρήσκες θρήσκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρήσκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θρῆσκος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɾi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρή‐σκος

Επίθετο[επεξεργασία]

θρήσκος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη θρησκεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]