θρηνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρηνώ < αρχαία ελληνική θρηνέω, -ῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θɾiˈno/

Ρήμα[επεξεργασία]

θρηνώ

  • κλαίω σπαραχτικά για κάποιον που πέθανε ή για άλλη απώλεια, εκφράζω θρήνο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]