θριαμβολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θριαμβολογώ < θρίαμβ(ος) + -ο- + -λογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.vo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρι‐αμ‐βο‐λο‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

θριαμβολογώ, αόρ.: θριαμβολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]